Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Η περίπτωση των δανείων σε Ελβετικό φράγκο : Αλήθειες και ψέματα

Για πρώτη φορά η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης. Διανύουμε μια δύσκολη εποχή, η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει σήμερα την πιο μεγάλη οικονομική κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Ο πληθωρισμός της ευρωζώνης υπερδιπλασιάστηκε. Η ακρίβεια εξελίχθηκε σε μείζον κοινωνικό πρόβλημα για όλες τις χώρες. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ε.Ε έπεσαν στο μισό. Η χρηματοοικονομική κρίση έφθασε στην καρδιά της Ευρώπης και χρηματοοικονομικοί οργανισμοί κλονίζονται. Κάποιοι έχασαν κάθε επαφή με τη διεθνή πραγματικότητα και ισχυρίζονται ότι για όλα φταίει η Ελληνική Κυβέρνηση. Η οικονομία όμως δεν αποτελεί μεμονωμένη υπόθεση. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική, με την ανθρώπινη φύση και με το τι θεωρείται ορθή συμπεριφορά. Σήμερα, η τρέχουσα οικονομική κρίση ξεπερνά τα διαθέσιμα μέσα και δύσκολα μπορεί να υπάρξει λύση από τις αγορές και από το κράτος ξεχωριστά ( Κουφάρης, 2010). 
ρ42525Τα πραγματικά προβλήματα όμως της κρίσης τα οποία επεκτάθηκαν και στο σύνολο των πολιτών είναι η άνοδος των επιτοκίων, η δύσκολη λήψη δανείων, η άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων και των καυσίμων που επέφεραν την ακρίβεια και τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Δημιουργήθηκε πτώση καταναλωτικών δαπανών, άρα και πτώση των κύκλων των εργασιών. Η ελληνική οικονομία, βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στην οικονομική ύφεση και τη δημοσιονομική κατάρρευση( Κουφάρης, 2010).

Ουκ ολίγοι πολίτες ( περίπου στους 70.000) από λανθασμένη και μάλλον υπαίτια ενημέρωση των τραπεζικών υπαλλήλων διάφορων τραπεζών της Ελλάδας, οδηγήθηκαν στην λήψη δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα ποντάροντας κυρίως στο χαμηλό επιτόκιο που υπήρχε τότε σε σχέση με το ευρώ. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι τα συγκεκριμένα δάνεια σε ελβετικό φράγκο είχαν εμφανιστεί το 2006 αλλά διαφημίστηκαν εντόνως το 2007 και το 2008, και διαφημίστηκαν λόγω του χαμηλού επιτοκίου της περιόδου ήτοι της τάξεως του 2% με 2,5%. Αξίζει να τονισθεί επίσης, πως την ίδια περίοδο η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ ήταν 1,610 και αυτός που αποφάσιζε να δανειστεί σε ξένο νόμισμα ωφελούταν τόσο από το χαμηλό επιτόκιο όσο και από το αδύναμο τότε ελβετικό φράγκο. Δυστυχώς, η υφιστάμενη οικονομική κρίση επέφερε την ισχυροποίηση του ελβετικού φράγκου, και τον Σεπτέμβριο του 2011 η Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας επέβαλε πλαφόν στην ισοτιμία του νομίσματος σε σχέση με το ευρώ στο 1,20 και έκτοτε όσοι είχαν πάρει ήδη δάνειο, βρέθηκαν αντιμέτωποι και αβοήθητοι με τη σταθεροποίηση της οφειλής τους, παρά το γεγονός ότι συνέχισαν να καταβάλλουν κανονικά τις μηνιαίες δόσεις του δανείου τους.
Στεγαστικό δάνειο ή επενδυτικό προϊόν; Αγωγή ακύρωσης του δανείου;
Τέτοιου είδους συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις δανείου κατά την έννοια της 806 Α.Κ, ήτοι « σύμβαση που έχει ως αντικείμενο τη μεταβίβαση κυριότητας χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων με ή χωρίς αντάλλαγμα από τον έναν συμβαλλόμενο στο άλλο, με υποχρέωση αυτού να επιστρέψει άλλα πράγματα της αυτής ποιότητας και ποσότητας μετά τη λήξη της σύμβασης». Πρόκειται δε για reκαταρτιζόμενη σύμβαση όπου η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος αποτελεί στοιχείο της σύμβασης δανείου και μάλιστα αμφοτεροβαρής λόγω του ότι το δάνειο συμφωνήθηκε έντοκο με τρόπο, ώστε η υποχρέωση τοκοδοσίας να αποτελεί αντάλλαγμα για την παραμονή του δανείσματος για ένα συμφωνημένο διάστημα.
Όμως με υπαιτιότητα των τραπεζών, οι συμβάσεις δανείου σε ελβετικό φράγκο φέρουν την ιδιότητα του επενδυτικού προϊόντος αφού, συνδέει την οφειλή με την διεθνή αγορά συναλλάγματος, προσδιορίζει αυτήν με βάση μια κινητή αξία, επιρρίπτει τον συναλλαγματικό κίνδυνο στους καταναλωτές και συστηματικά εντάσσει την επένδυση ως σκοπό της έννομης σχέσης μεταξύ του καταναλωτή και της εκάστοτε τράπεζας, με τρόπο που προσδιορίζονται συνακόλουθα και οι συμβατικές παροχές και προκύπτει διάφορη κατανομή και επίρριψη κινδύνων στα συμβαλλόμενα μέρη σε σχέση με την έννομη σχέση δανείου. Πρόκειται δηλαδή, για μια σύμβαση που ο καταναλωτής φέρει τον συναλλαγματικό κίνδυνο, ήτοι αυτόν της αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Δηλαδή, μια «επένδυση» σε ξένο συνάλλαγμα, χωρίς αυτούσια καταβολή αυτού και εξ αυτού αυτή προσδιορίζονταν πλέον από μια κινητή αξία, ήτοι το συνάλλαγμα των ελβετικών φράγκων και την ισοτιμία αυτού σε ευρώ.
Η σύναψη τέτοιας σύμβασης δανείου αντιβαίνει πλήρως στην βούληση των ανθρώπων που τους χορηγήθηκε στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο, αλλά και στον σκοπό εξ ολοκλήρου του δανείου. Τα δάνεια σε συνάλλαγμα κατά την τραπεζική πρακτική συνιστούν σύμβαση παροχής επενδυτικής υπηρεσίας και δη σύνθετου χρηματοπιστωτικού προϊόντος που εμπεριέχει παράγωγα σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Συνεπώς μια τέτοια σύμβαση, στην πραγματικότητα δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της σύμβασης στεγαστικού δανείου, και δυστυχώς οδηγεί στην παράνομη και αντιβαίνουσα βούληση και επίρριψη σε βάρος του καταναλωτή του συναλλαγματικού κινδύνου. Στις περισσότερες δε περιπτώσεις, οι καταναλωτές ουδέποτε έλαβαν γνώση αυτού του συναλλαγματικού κινδύνου ούτε κατά τη διάρκεια της σύναψης της συμβάσεως αλλά ούτε και μεταγενέστερα. Πάντως τα προϊόντα συναλλάγματος απευθύνονται σε πρόσωπα με το κατάλληλο επενδυτικό προφίλ, γνώση της σχετικής αγοράς και συνεπώς, ικανότητα ανάληψης των σχετικών κινδύνων, σε πρόσωπα που χαρακτηρίζονται επενδυτές ειδικού τύπου. Τέτοια πρόσωπα προφανώς και δεν θα ήταν άνθρωποι που νόμιζαν ότι θα τους χορηγηθεί στεγαστικό δάνειο.
Αξίζει μνείας, η λειτουργία της αγοράς συναλλάγματος, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η διαφορά της αγοράς συναλλάγματος και του στεγαστικού δανείου. Ειδικότερα, «το χρήμα υπό στενή έννοια το νόμισμα, είναι αγαθό εμπορεύσιμο ( για το ότι το αλλοδαπό νόμισμα ή συνάλλαγμα αποτελεί χρηματιστηριακό πράγμα) όχι μόνο στα όρια μιας συγκεκριμένης επικράτειας αλλά και διεθνώς. Κάθε νόμισμα έχει μια σταθερή ή κυμαινόμενη, ανταλλακτική σχέση με νομίσματα άλλων κρατών. Οι συναλλαγές μεταξύ διαφορετικών εθνικών νομισμάτων είναι φαινόμενο σοβαρότατο της διεθνούς οικονομικής ζωής και μέχρι ενός σημείου εξυπηρετεί τις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές. Εκτός όμως αυτού, η συναλλαγή επί ξένου νομίσματος μπορεί να οφείλεται σε λόγους εξασφάλισης ή καθαρής κερδοσκοπίας».( Καλλιμόπουλος, Το δίκαιο του χρήματος)
Στην αγορά συναλλάγματος αποτυπώνεται η συναλλαγή η οποία συνίσταται στην ανταλλαγή ενός νομίσματος με άλλο στη διεθνή αγορά συναλλάγματος, όπου η τιμή του νομίσματος, ήτοι η ισοτιμία είναι ουσιαστικά η ποσότητα του ξένου νομίσματος που μπορεί να αγοραστεί με μια μονάδα εγχώριου και το αντίστροφο, ήτοι η σχετική τιμή των δύο νομισμάτων. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες διαμορφώνονται στην αγορά του συναλλάγματος( foreignexchangemarket) η οποία περιλαμβάνει τη δραστηριοποίηση των εμπορικών τραπεζών, των πολυεθνικών εταιρειών, των διαφόρων οικονομικών οργανισμών αλλά και τις κεντρικές τράπεζες των χωρών.
Η αγορά συναλλάγματος γνωστή ως FX ή forex θεωρείται οποιοδήποτε μέρος στο οποίο γίνεται εμπόριο με ανταλλαγή του ενός, με κάποιο άλλο. Δεν έχει ορισμένο φυσικό χώρο για τις συναλλαγές. Είναι μια αποκεντρωμένη αγορά που λειτουργεί 24 ώρες την ημέρα και 365 ημέρες τον χρόνο. Αποτελεί την μεγαλύτερη χρηματοοικονομική αγορά στον κόσμο. Την συναλλαγματική αγορά αποτελούν: κεντρικές τράπεζες, επενδυτές, εμπορικές τράπεζες, μεγάλες εταιρίες, μεσίτες συναλλάγματος, κερδοσκόποι εισαγωγείς και εξαγωγείς κ.α. και χαρακτηρίζεται από τα εξής στοιχεία : α) οι συναλλαγές που γίνονται σε αυτήν έχουν βραχυχρόνιο χαρακτήρα, β) η συναλλαγματική αγορά δεν εντοπίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο εδαφικό χώρο, γ) στην αγορά συναλλάγματος το στοιχείο του χρόνου διαδραματίζει σπουδαίο λόγο και δ) στην αγορά συναλλάγματος στρέφονται επενδυτές που δεν αποστρέφονται τον κίνδυνο, αλλά επιθυμούν ανάληψη αυξημένου επενδυτικού κινδύνου και επίτευξη υψηλών επιδόσεων. Συνακόλουθα, επιβεβαιώνεται ότι η μακροχρόνια υποχρέωση ( αυτή αποπληρωμής του συγκεκριμένου δανείου) και ο συναλλαγματικός κίνδυνος είναι δύο έννοιες ασύμβατες.
Σημειώνεται ότι η αγορά συναλλάγματος, ισχυροποίησε τη χρήση ξένου νομίσματος και την κατέστησε πιο δημοφιλή ως μέσον επένδυσης και κερδοσκοπίας. Παγκοσμίως δε το εμπόριο συναλλάγματος, θεωρείται το πλέον εκτεθειμένο στους εμπορικούς κινδύνους. Δεν είναι συνεπώς δυνατόν να θεωρηθεί μια σημερινή τιμή ως ισχύουσα ή προσδοκώμενη για μελλοντικές χρήσεις.
Ηθελημένη υπαιτιότητα ως προς την ενημέρωση των καταναλωτών;
Με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο ( Ν. 2396/1996) και το θεσμικό πλαίσιο που έχει θεσπιστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, οι υποχρεώσεις των τραπεζών συνίστανται στην κατάλληλη ενημέρωση των συναλλασσόμενων τόσο πριν την υπογραφή των συμβάσεων όσο και κατά τη λειτουργία τους. Ειδικότερα σε ότι αφορά τα δάνεια σε συνάλλαγμα, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κατ’ ελάχιστον προσυμβατική ενημέρωση ως προς τους κινδύνους, τη δυνατότητα και το κόστος τεχνικών κάλυψης του συναλλαγματικού κινδύνου.
Σύμφωνα λοιπόν, με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και τις οδηγίες της Τραπέζης της Ελλάδος, η ενημέρωση όφειλε σε κάθε περίπτωση να είναι πλήρης, ολοκληρωμένη και επαρκής και πιο συγκεκριμένα οφείλουν οι τραπεζικοί υπάλληλοι να εκθέτουν με συγκεκριμένα παραδείγματα, υπολογισμούς και με προσομοιώσεις υποθετικών σεναρίων, τι σήμαινε ο κίνδυνος των συναλλαγματικών διακυμάνσεων, ποιους τομείς θα επηρέαζε και ποιους συμφωνημένους όρους θα άλλαζε, έτσι ώστε ο καταναλωτής να κατανοούσε το μέγεθος και τη διάσταση αυτού του κινδύνου. Σχεδόν στις πλείστες περιπτώσεις η ενημέρωσh αφορούσε αποκλειστικά ΜΟΝΟ το χαμηλό επιτόκιο libor.

Αγωγή για την ισοσκέλιση της ζημίας –
 ασφαλιστικά μέτρα για τη ρύθμιση προσωρινά της κατάστασης;
Είναι γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις, οι υποψήφιοι δανειολήπτες ενημερώνονταν από υπάλληλους τραπεζών, οι οποίοι δεν είχαν τα απαραίτητα προσόντα που απαιτούνται για να χορηγήσουν στους «πελάτες» τα εν λόγω δάνεια σε ελβετικά φράγκα, δεδομένου ότι υπάρχει σχετική νομοθεσία για τι κλάση πρέπει να έχει ένας τραπεζικός υπάλληλος ο οποίος διαπραγματεύεται με τον υποψήφιο πελάτη τη σύναψη τέτοιου «επενδυτικού προϊόντος» και όχι ακριβώς δανείου. Στην προκειμένη περίπτωση αναφέρομαι στον νόμο Ν. 3371/2005 και πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 49 αυτού. Άρα, δεν έχει γίνει σε καμία των περιπτώσεων η σύναψη του δανείου και η διαπραγμάτευση συνάψεως του κάτω από τη νόμιμη σκεπή που επιβάλει ο νομοθέτης, και τούτο σημαίνει «ηθελημένη υπαιτιότητα» της τραπεζικής εταιρίας.
Αρχικώς, το επιχείρημα ότι ο υπάλληλος ως προστηθείς της ανώνυμης εταιρίας δεν είχε την απαραίτητη κλάση, είναι σημαντικό αφού στην ουσία η σύμβαση δανείου σε συνάλλαγμα και δη σε ελβετικό φράγκο είναι ένα είδος επενδυτικού προϊόντος. Ύστερα από μελέτη όμως, διαπιστώνεται πως δεν είναι το σημαντικότερο αφού το αν η χορήγηση αυτού του δανείου σε συνάλλαγμα θεωρείται όντως δάνειο ή επενδυτικό προϊόν, είναι κάτι το οποίο δεν έχει οριστικά οριοθετηθεί. Αλλού οι τράπεζες του προσδίδουν την έννοια του στεγαστικού δανείου και αλλού του προσδίδουν το κύριο χαρακτηριστικό της γνώσης από μέρους σας της έννοιας του συναλλαγματικού κινδύνου, εξού και μιλάμε για ένα είδος επενδυτικού προϊόντος.
Αυτό που φαίνεται περίεργο είναι πως σε όλες τις συμβάσεις χορήγησης δανείων σε ελβετικό φράγκο, στους γενικούς όρους συναλλαγής δεν επισημαίνεται τίποτα σχετικά με την προστασία του αντισυμβαλλομένου πελάτη. Ενώ δηλαδή, προβλέπουν για παράδειγμα μια προστασία της μηνιαίας δόσης από ενδεχόμενη αλλαγή της ισοτιμίας φράγκου – ευρώ, δεν προβλέπουν καμία ανανέωση αυτής της προστασίας παρά μόνο κατάργησή αυτής φυσικά με κόστος, δεν προβλέπουν ενδεχόμενη αύξηση ή μείωση του άληκτου κεφαλαίου του δανείου φυσικά ΔΟΛΙΩΣ, αφού μπορεί εύκολα να ερωτηθεί κανείς – γιατί να προβλεφτεί μόνο η προστασία της δόσης και όχι η προστασία του κεφαλαίου ; Τι ακριβώς σημαίνει αυτό ; Σημαίνει λοιπόν, ότι δεν έχουν τηρηθεί οι όροι που επιβάλλονται από τον Ν.2251/1994 που έχει θεσπιστεί για την προστασία των καταναλωτών. Κατά τις επιταγές του παραπάνω νόμου, οι γενικοί όροι συναλλαγών, δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι ΑΚΥΡΟΙ αν έχουν ως αποτέλεσμα την διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή, όπως ακριβώς άλλωστε συμβαίνει και στην περίπτωση των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο.
Η διαπίστωση της καταχρηστικότητας συνάψεως όρων γενικών συναλλαγής αποτελεί και το κύριο επιχείρημα μιας αγωγής. Για να γίνει αντιληπτή η καταχρηστικότητα ενός γενικού όρου συναλλαγής πρέπει πρώτα να ερευνηθεί αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια, να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου. Συνεπώς, πρέπει πρώτα να ερευνάται αν αντίκειται ο γενικός όρος συναλλαγής, σε απαγορευτική ρήτρα που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994, ο οποίος περιέχει “perse” καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος γενικός όρος συναλλαγής περιέχει αποκλίσεις από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα ενδοτικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 6/2006). Και για του λόγου το αληθές αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα, είναι αυτές που διαμορφώνουν τον σκοπό και την διατήρηση της φύσης της σύμβασης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών και που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Δηλαδή τις τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής.

Αν κάποιοι από εσάς αυτούς τους γενικούς όρους συναλλαγής σας τους είχαν συμπεριλάβει στη σύμβαση σας δανείου και εξ αυτού στην περίπτωση που έχετε υπογράψει οποιαδήποτε ρήτρα «ότι λάβαμε γνώση των όρων της σύμβαση και παραιτούμαστε του δικαιώματός μας να την αμφισβητήσουμε» ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΑΥΤΩΝ ΑΠΟ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ, με την ένταξη τούτων στην συναφθείσα σύμβαση, δεν τους καθιστά σε καμία περίπτωση έγκυρους, αν βέβαια ήταν άκυροι, διότι οι κανόνες για τον έλεγχο της καταχρηστικότητας τους, με βάση τα κριτήρια των παραγράφων2,6, και 7 του Ν. 2251/1994 είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου από την εφαρμογή των οποίων δεν είναι δυνατή η συμβατική παραίτηση ( άρθρο 3 ΑΚ Ολ.ΑΠ 6/2006).

Ποιος λοιπόν συμπαραστέκεται στους χιλιάδες ανθρώπους που ταλαιπωρούνται καθημερινώς αναζητώντας την αλήθεια για την παράνομη, καταχρηστική, ηθελημένη και υπαίτια συμπεριφορά των τραπεζών αυτών; Ποιος θα εξασφαλίσει την ηρεμία των ανθρώπων αυτών που ύστερα από πλάνη υπέγραψαν συμβάσεις δανείου που τους οδηγούν καθημερινώς στην εξαθλίωση;

Γράφει ο Κοκκινογένης Ιωάννης - πηγή : http://curia.gr/i-periptosi-ton-daneion-se-elvetiko-fragko-alitheies-kai-psemata/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου